καλοπερασάκιας

καλοπερασάκιας
ο
αυτός που του αρέσει η καλοπέραση, ο φυγόπονος: Eίναι μεγάλος καλοπερασάκιας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φλώρος — φλώρος, ο και φλώρι, το 1. ωδικό πτηνό: Και τιτιβίζοντας τα φλώρια, οι σπίνοι (Ι. Γρυπάρης). 2. μτφ., νεαρός αβρός, μαλθακός, καλοπερασάκιας, λελές, ντιντής: Είναι φλώρος, δεν είναι λεβέντης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”